Άγιος Πολύδωρος (1794) ο Νεομάρτυρας της
Λευκωσίας
Ὁ Πολύδωρος καταγόταν ἀπό τήν Λευκωσία, γιός τοῦ Λουκᾶ καί τῆς Λουρδανοῦς. Τό 1793 προσελήφθη στήν ὑπηρεσία ἑνός Ζακυνθινοῦ ἐξωμότη (ἀρνησίχριστου) ἔμπορα. Σέ κάποιο ἀπ’τά συνήθη γλέντια, στήν Αἴγυπτο, μεθυσμένος ὅπως ἦταν, γελιέται νά πεῖ πώς γίνεται μουσουλμάνος.
Μέχρι σήμερα δε, βλέπουμεν τί συμβαίνει σέ ὅποιον τολμήσει νά προσπαθήσει νά ξεφύγει ἀπ’τό ἰσλάμ. Ὁ Πολύδωρος μας δέν ἐδειλίασεν ἅμα ξύπνησε ἀπὸ τὸ μεθύσι, οὔτε ἐπῆγεν νά κρυφτεῖ οὔτε νά προσποιηθεῖ. Ἠθέλησεν νά ὁμολογήσει φανερά πώς εἶναι Χριστιανός καί ἄν θέλουν ἄς τόν κατασκοτώσουν. Δέν μποροῦσε νά ἀντέξει τήν μεγάλη ἁμαρτία πού ἔκανε.
Φουρτοῦνες, μά καί ἀποτροπές ἀπό τους ἄλλους ραγιάδες μήν γινεῖ ζημιά καὶ ἐκδίκηση σ’αὐτούς ἀπ’τήν ὀργή τῶν Τούρκων (πού ἀφορμή γυρεύανε νά προβοῦν σέ λεηλασίες στίς περιουσίες τῶν χριστιανῶν ἅμα βλέπαν ἕνα μετανοημένο ἐξωμότη), δέν ἀφήνουν τόν Πολύδωρο νά ὁμολογήσει τόν Ἰησοῦ. Ἀπτόητος, καταλήγει στήν Νέα Μονή τῆς Χίου. Μπαίνει στήν δοκιμασία τοῦ ἐν Χριστῷ ἀγῶνα, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ ἐξόριστου ἀρχιερέα Μακαρίου Νοταρᾶ.
Ὁ Ἱεράρχης τόν ἄσκησεν στίς νηστεῖες, προσευχές, ἀγρυπνίες καὶ μετάνοιες. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1794, σαλπάρει μέ τήν εὐχή τοῦ γέροντα Μακαρίου γιά τήν Νέα Ἔφεσο (σημερινό Küş Adası), καί ἐπιτελεῖ ἕνα μοναδικό στό εἴδος του «θέατρο», στό ὁποῖον ὁ πρωταγωνιστής στό τέλος πεθαίνει. Πάει λοιπόν στόν μουφτῆ (νομοδιδάσκαλο τοῦ Ἰσλάμ) καί τοῦ παραθέτει τήν ἑξῆς ὑπόθεσιν:
ΠΟΛΥΔ.: -Ἐγώ αὐθέντα ἔχω δύο πιστόλας παρμένας, ἡ μία ἀπό αὐτάς εἶναι πολλά καλή καί γερή ἀπό ὅλα τά μέρη, ἡ ἄλλη εἶναι σακάτικη, τσουρούκικη, καί τά μπελεζίκια, ὅπου ἔχει ἀπ’ἔξω διά νά φαίνεται εὔμορφη, τά ἔβαλα εἰς τό μέγκι – τό ὀξύ, καί εἶναι ὅλα κάλπικα. Ὅθεν ἐγώ δέν τήν θέλω, ἐπειδή μέ ἐγέλασεν ἐκεῖνος που μοῦ τήν ἔδωκεν· Ἤθελα λοιπόν νά σέ ρωτήσω, Μουφτή, ὡς εἰδικός τοῦ νόμου που εἶσαι, εἶναι νόμιμον νά τήν δώσω ὀπίσω ὡσάν ὁπού εἶναι τοιαύτη;
ΜΟΥΦ.: – Μμμμμ… Νναι. Ναί, μοῦ φαίνεται πως εἶναι νόμιμον.
ΠΟΛΥΔ.: – Ἔ, τότε νά χαρεῖς, ἀφοῦ εἶναι νόμιμον, δώς μου τό χαρτίν, τόν φετφᾶν ὅπως τό λαλεῖτε, νά τό ἔχω καί γραμμένον γιά ἀπόδειξιν που θά πάω στόν Καδήν νά μέ δικάσει. Μέ τόν φετφᾶν (νομικό ἔγγραφο) στά χέρια, πάει νά δικασθεῖ:
ΠΟΛΥΔ.: – Ἔχω ἕναν νταβᾶν, μιάν ὑπόθεσιν, Καδή ἐφέντη.
ΚΑΔΗΣ: – Ποιός εἶναι ὁ νταβᾶς σου;
ΠΟΛΥΔ.: – Ἐγώ αὐθέντα ἔχω δύο πιστόλας παρμένας. Ἐπῆγα εἰς τόν μουφτήν καί μοῦ ἔβγαλεν φετφᾶν ὅτι εἶναι νόμιμον νά ἐπιστρέψω τήν κάλπικη. Ὁρίστε ὁ φετφᾶς.
ΚΑΔΗΣ: – (….) Μάλιστα. Καί ποιός εἶναι πού σοῦ ἐγέλασεν;
ΠΟΛΥΔ.: – Ἐσύ εἶσαι που μέ ἐξεγέλασες.
Ὁ δικαστής ἀποσβολώθηκε. Τόν ἄφησεν νά φύγει, πρᾶγμα μοναδικό ἴσως στήν ἱστοριογραφία τῶν Νεομαρτύρων, ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι πάντοτε γυρεύαν ἀφορμή νά ξεγελοῦνε τούς Ρωμηούς γιὰ ν’ἀλλαξοπιστοῦνε: Κι ἔτσι μέ τό σπαθί, οἰκονομικό ἐκβιασμό ἤ ἐξαπάτηση αὐξήθηκαν τόσο πολύ, δέν εἶναι δηλαδή ἡ σημερινή γεννητικότητά τους ἡ αἰτία (τήν ἴδια γεννητικότητα εἴχαμε κι ἐμεῖς τόσους αἰῶνες). Ὁ Ἅγιος Πολύδωρος, ἀπτόητος, ἐπιμένει νά παραμείνει ἐκεῖ καί «νά τούς ἐπιστρέψει τό σουννέτι (περιτομή) πού τοῦ εἴχαν δώσει».
Ἀφοῦ τόν ἀνέκριναν καί εἶδαν πώς δέν ἦταν τρελλός, τοῦ τάζουσιν πολλά: Ἰδού παράδες, ἰδού μιά ὄμορφη κοπέλλα ἰδού μιά θέση στό Δημόσιο, φτάνει νά μείνεις ἰσλάμης. Στήν καταφρόνησή του γιά τίς πρόσκαιρες ἐπίγειες χλιδές καί ἀπολαύσεις, ἀρχίζουν πλέον τά γνωστά τουρκικά βασανιστήρια. Πέραν ἀπ’τά συνήθη βασανιστήρια πού ἴσως ἔχετε ἀκούσει ὅτι ἔκαναν, τοῦ ἔκαψαν τό κεφάλι μέ μιάν ἀναψοκοκκινισμένη κατσαρόλα, καί μετά τοῦ ἐπέρασαν σουβλί μέσα στό γεννητικό του μόριο. Δηλαδή: Καίγεται τό κεφάλι που τόν ἔκαψε, καί ἐπιστρέφεται τό σουννέτι σ’αὐτούς πού τοῦ τό ἔδωσαν. Ἔμεινεν ἀμετάθετος στήν ἀπόφασίν του μέχρι πού ἡ κρεμμάλα τόν ἄφησεν μετέωρο στήν Νέα Ἔφεσο, τήν Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1794.
Τμήματα ἀπό τό ἅγιον λείψανόν του μεταφέρθηκαν κρυφά κατά τήν σφαγή τῆς Μικρασίας τό 1922 καί ἐναποτέθηκαν στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Αἰκατερίνης στήν Πλάκα Ἀθηνῶν. Δίπλα, εὑρίσκεται τό σπίτι τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ ὁποίου ἡ πολιορκία ἀπό τοὐς Βαυαρούς (Γερμανούς) καί τούς δοσιλόγους (πουλημένους) γραικούς τό 1843 λύεται θαυμαστῶς τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου, καί βαδίζουν πλέον σύσσωμοι οἱ Ἕλληνες πρός τό παλάτι τῶν γερμανῶν βασιλιάδων φωνάζοντας «ΣΥΝΤΑΓΜΑ!».
Οἱ γονεῖς του, ΧατζηΛουκᾶς καί Λουρδανοῦ (ἀπό τό λατινικό «Loredana»), ἔμαθαν τά νέα γιά τόν γιό τους ἀπό ἕναν ἱερομόναχο τῆς ἀδελφότητας τῆς Νέας Μονῆς πού τόν ἐσυνόδευεν. Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, ὁ πνευματικός του, ἔγραψεν τά καθέκαστα στόν ἀδελφό τοῦ Ἁγίου Πολυδώρου, τόν μοναχό Ραφαήλ στό Σινᾶ, σέ ἐπιστολήν πού σώζεται καί ἔχει ἐκδοθεῖ.
Τό ἀρχοντικό πατρικό σπίτι τοῦ Ἁγίου Πολυδώρου καταγράφεται πως ἔστεκεν, δίχως μιάν ρωγμήν, ἤδη τρακόσια χρόνια μέχρι τήν δεκαετία τοῦ 1950. Τότε ἐκατεδαφίστηκεν γιά νά κτισθοῦν σημερινά οἰκήματα τῆς ὁδοῦ Σόλωνος στήν Λαϊκή Γειτονιά, δίπλα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Τρυπιώτη, πού -μέσα στα ὡραῖα συνταιριάσματά Του- Ὁ παντογνώστης Θεός τήν εἶχεν ρυθμίσει νά πανηγυρίζει στίς 6 Σεπτεμβρίου, τήν ἡμέραν δηλαδή πού ἐκατεβάζαν οἱ Τοῦρκοι τό λείψανον τοῦ Ἁγίου ἀπό τήν ἀγχόνη.
Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου ἦταν πρόδηλη στήν περιοχή κατά τούς βομβαρδισμούς τῆς Λευκωσίας τό 1974, οἱ ἔνοικοι δε (μακρινοί συγγενεῖς του) ἦταν στήν οὐσία οἱ μόνοι πού τόν ἐθυμοῦνταν. Στούς Συναξαριστές καί στό διαδίκτυο μπορεῖτε να δεῖτε γιά καταγεγραμμένο θαῦμα του σε δαιμονισμένο στήν κυρίως Ἑλλάδα, ὅμως ἔχουν συμβεῖ καί ἀνάλογα θαυμαστά στήν Κύπρο.
Πρόσφατα ἔχει ἀνεγερθεῖ μεγάλος ἐνοριακός Ναός πρός τιμήν του στήν τελευταία γωνιά τῆς Λευκωσίας πρίν τά κατεχόμενα, στό ἀκριτικό Καϊμακλί (Βόρειος Πόλος) ὅπου ὑπάρχει καί τεμάχιο ἀπό τήν σεπτήν κάρα του τό ὁποῖο μπορεῖτε νά προσκυνήσετε καθώς καὶ παρεκκλήσι ἀφιερωμένο σέ ἕνα ἄλλο νεομάρτυρα, τὸν ἅγιο Ἐφραίμ τῆς Νέας Μάκρης.
Εἰκόνες του πλέον ὑπάρχουν πολλές, σέ διάφορα πρότυπα (μέ βράκα / ἰμάτιν (πουκάμισο κεντητό) / τσουππέ (γοῦνα) / μουστάκι κλπ). Ἡ παλαιότερη εὑρίσκεται στό Βυζαντινό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Ὁ Ἅγιος Πολύδωρος δέν ἦταν ὅποιος κι ὅποιος. Στήν ἐποχή του τό νά κατέχεις τέσσερεις γλῶσσες, λογιστική, ψαλτική καί τά ἐκκλησιαστικά γράμματα ἦταν μοναδικό στοιχεῖο μόρφωσης, ὁ Πολύδωρος ἦταν δηλαδή ἀντίστοιχος τῶν σημερινῶν πολυπτυχιούχων. Τά πτυχία του ὅμως δὲν ἐδίστασεν νά τά ἀνταλλάξει μέ τήν πτωχεία αὐτοῦ πού φαίνεται ὅτι τά χάνει ὅλα, μά στήν πραγματικότητα ἔχει κερδίσει ἐκεῖνο που ὅλα τά πλούτη μας μαζεμένα δέν μποροῦν οὔτε νά ἀγγίξουν.