ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ

Έργα Αναγνωστών

Το παναΰριν του Αρχαγγέλου στην Πάνω Ζώθκειαν (Βασίλης Χαραλάμπους)

Η εκκλησιά της Πάνω Ζώθκειας ήτουν αφιερωμένη στον Αρχάγγελον Μιχαήλ. Τζ̌ιείνην την ημέραν η Εκκλησία μας γιορτάζει την ‘’Σύναξιν των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Ασωμάτων Δυνάμεων’’. Έν πολλά μιάλη η γιορτή τούτη της Εκκλησίας μας.

Εταίρκασεν νάν τζι η πλάτσα μιάλη μπροστά που την εκκλησιάν τ’ Αρχαγγέλου τζι έτσι κάθε χρόνον στην γιορτή του εγινίσκετουν έναν που τα μιαλλύττερα παναΰρκα της Κύπρου.

Έρκουνταν πάρα πολλοί παναϋρκότες. Που την παραμονήν έρκουνταν οι παναϋρκότες τζι εστήνναν τες καλλύφες τους. Επουλούσαν τζ̌ιαι ζώα, κυρίως γαούρκα τζιαι σ̌ιοιρούθκια. Αθθυμούμαστε που τα επουλούσαν σ’ ένα τόπον πίσω που τες καλύφες.

Ήτουν τζιαι μια ευκαιρία για τους χωρκανούς μας να ανταλλάξουν τζ̌ιείνα που καρπούσαν, με πράματα που έν είσ̌ιεν στο χωρκόν μας. Έτσι για παράδειγμαν αναταλλάσαν αρτυσιάν τζι επιάνναν σουζιούκκον. Ανταλλάσσαν τζιαι με ότι άλλον εγιωρκούσαν.

Ήτουν τζιαι μια ευκαιρία για τους χωρκανούς μας να ανταλλάξουν τζ̌ιείνα που καρπούσαν, με πράματα που έν είσ̌ιεν στο χωρκόν μας. Έτσι για παράδειγμαν αναταλλάσαν αρτυσιάν τζι επιάνναν σουζιούκκον. Ανταλλάσσαν τζιαι με ότι άλλον εγιωρκούσαν.

Εγίνετουν τζι έναν πράμαν σπάνιον στο παναΰριν τ’ Αρχαγγέλου. Οι νύμφες που επαντρευτήκασιν τζιείνην την χρονιάν έρκουνταν με τα νυφικά τους στο παναΰριν πάνω στα γαουρούθκια τζι ύστερα σε ποδήλατον στο πίσω κάθισμα. Πρέπει να πούμεν ότι γάμοι εγίνουνταν τα παλιά τα χρόνια Σεπτέβρην – Οκτώβρην. Κόμα να πούμεν ότι τα νυφικά τους που τότε ήταν απλά. Έτσι εγέμωννεν νύμφες το παναΰριν. Ως τζ̌ιαι που την Πέτραν της Σολιάς έρκουνταν.

Η τοιχογραφία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του 13ου αιώνα στην Παναγία του Μουτουλλά (Βασίλης Χαραλάμπους)

(Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ μεταξύ του Αγίου Στυλιανού και του Αποστόλου Πέτρου)

Στον βόρειο τοίχο εκονίζεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ μεταξύ του Αγίου Στυλιανού και του Αποστόλου Πέτρου. Ο Αρχάγγελος φορεί διακονική στολή και φέρει μορφή διαδήματος επί της κεφαλής.

Ο Άγιος Στυλιανός φέρει γκρίζα γένεια, χωρίς να είναι διακριτοί οι βόστρυχες του. Ο Άγιος Στυλιανός φέρει μοναχικό ένδυμα. Το εσωτερικό του ένδυμα είναι χρώματος καφέ και το εξωτερικό από το ίδιο καφέ χρώμα αναμεμειγμένο με λευκό χρώμα, επιτυγχάνοντας τοιουτοτρόπως μια διαφορετική χρωματική αρμονία. Κάτω από τη τοιχογραφία του Αγίου Στυλιανού υπάρχει γραμμωτή διακόσμηση. Ο Απόστολος Πέτρος φέρει την κουρά επί της κεφαλής.

Δεν υπάρχει προπλασμός προσώπων, αλλά απ’ ευθείας έχουν γίνει τα φωτίσματα. Στα σημεία εκείνα του προσώπου όπου γίνεται ο προπλασμός, υπάρχει μια ελαφριά σκουρόχρωμη σκιά, η οποία τονίζει τα φωτίσματα του προσώπου.

Σιωπηλό λιοβασίλεμα (Βασίλης Χαραλάμπους)

Δειλινό σιωπηλό

στο κιόσκι

πλάϊ στο αψηλό κυπαρίσσι

στ΄ ακρόγιαλο της Μονής Δοχειαρίου

συντρόφεμα αλλιώτικο

μ΄όσους πρόλαβαν να φιλιώσουν

με το σιωπηλό λιοβασίλεμα

πούμεινε να θυμίζει

έστω και λίγο

τ’- άλλο λιόγερμα

π’ ανέμελα ξεχνάμε.

Κείνο το συντρόφεμα (Βασίλης Χαραλάμπους)

Τα μεσάνυχτα πρέπει να’ταν περασμένα, ανεμοβρόχι, σκοτεινιά στραπές. Ευτυχώς πού’ταν κι οι στραπές να φεγγοβολά έτω και λίγο για να περάσει το μεγάλο χωράφι. Η χλαίνη έγινε μούσκεμα κι είχε βαρέσει από τη βροχή. Έπρεπε να πάει στη σκοπιά. Το χωράφι είχε γίνει μια μεγάλη κακοτοπιά. Επιτέλους έφτασε. Ο Νώντας από την Πάφο, της μακρινής Κύπρου, ήταν αλλιώς μαθεμένος…αδιάφορος στην πείνα…αδιάφορος στη δείψα…στο πολύ ξενύχτι..στη σκληρή δουλειά. Η πρόχειρη σκοπιά ν’ ακουμπάει για λίγο ίσαμε να ματάρθει καταιγίδα.

Ποτέ δεν τον σκιάζανε τα πρωτοβρόχια κι οι καταιγίδες. Μικρός αναθυμάται που του’φεραν ένα γκρίζο αδιάβροχο με ξέχωρο καπέλο κι ήθελε τόσο πολύ να βρέξει. Ήταν τα χρόνια κείνα της ανομβρίαςκι έμεινε μ’ εκείνο τον καημό, να δοκιμάσει το γκρίζο αδιάβροχο. Ακόμα το θυμάται… Τα χρόνια πέρασαν κι ακόμα απόζητά τις βροχές, αποζητά το γκρίζο αδιάβροχο με το ξέχωρο καπέλο.

Έμεινε ώρα πολλή στριμωγμένος στη σκοπιά με συντρόφεμα όχι τ’ όπλο του πού’χε στη σκοπιά ακουμπισμένο, μα της καρδιάς τ’ άφοβο. Και μη νομίσει κανείς κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν κι ιδιαίτερα παιδί γενναίο ο Νώντας. Ίσως γιατί ήταν αδύνατος… Πάντως θα’λεγε κανείς πως ο Νώντας ήταν ένα δειλοπαίδι. Κι ετούτο τ’ άφοβο τώρα, τι νάναι άραγε; Αν έσπαζαν οι γραμμές; Τι θα γινόταν τότε;

Συντρόφεμα είχε το σταυροκόπημα, προικιό και τούτο από τη γιαγιά του τη Χρυσή από τότε που μικρό παιδάκι καθόταν στα γόνατά της και του’λεγε με τη βραχνή φωνή της «το σταυρουδάκι σου Νώντα, το σταυρουδάκι σου και τα ασταπόβροντα θα πέσουν στο μεγαλοφάραγγο». Πέρασε η ώρα, άργησε ναρθεί ο άλλος σκοπός κι ο Νώντας με συντρόφεμα τ’ άφοβο εκείνο. Τούτη η αφέγγαρη νυχτιά με το τόσο ανεμοβρόχι είχε να φυλάει τις σκηνέ με τους βαριά τραυματισμένους στ’ Αλβανικό μέτωπο.

Κι ο Νώντας…ο Νώντας από την Πάφο, της μακρινής Κύπρου, βρήκε τούτη την τόλμη, τούτο το συντρόφεμα, τη βραδιά εκείνη στ’ Αλβανικό μέτωπο, όταν κατάλαβε…και καλά κατάλαβε πως οι τόσοι πληγωμένοι στις σκηνές παρέκει, πρόσμεναν το δικό του κουράγιο τη δική του απαντοχή.

Των Λευκάρων στενό δρομάκι (Βασίλης Χαραλάμπους)

Νωχελικό διάβα

στων Λευκάρων τα πέτρινα μεράκια

τ’ αποδείλινου διαδρομή

στο στενό δρομάκι

με τη γιαγιά Φροσού

τις πραμάτειες να διαλαλεί

την γιαγιά Φανού περέκει

π’ αποκοιμήθηκε θαρρείς

και λίγο πιο κάτω τη γιαγιά Λενού

που στην κουβέντα έχει ξεχαστεί

με της γειτονιάς τα σκολιαρούδια.

Ξεχάστηκε κι η γιαγιά Λενού

με τ’ άλλο το συνήθειο

που κάθε της γειτονιάς παιδάκι

σαν δικό της εγγονάκι βλέπει.

Μήπως δεν μας γνωρίσεις Πενταδάκτυλέ μου (Βασίλης Χαραλάμπους)

Δεν είναι φτιαγμένος

ο γέρο-Πενταδάκτυλος

από χώμα και βράχια

είναι το ίδιο φτιαγμένος

όπως η Επτάλοφος και τ’ Αϊβαλί .

Στα βραχολάγκαδα του

δεν ξενίζονται πια τ’ αητοπούλια

μήτε τα κυκλάμινα

που πηγαινοέρχονται στη λεύτερη γη.

Ξενίζονται μονάχα

οι αλειτούργητες εκκλησιές

κι οι πατρώες εστίες

του Καραβά και της Κερύνειας

που καρτερούν στο έβγα της λευτεριάς.

Κι η ηχώ στον βράχο του

δεν αντηχά στη λεύτερη γη

μόνο χώνεται βαθιά

στα λαγκάδια και τ’ ακροβράχια του

και περιμένει.

Κι όσο περνούν τα χρόνια

δοκιμάζουμε την πίκρα της επιστροφής

μήπως δεν μας γνωρίσεις Πενταδάκτυλέ μου.

Το λαούτον του Σπυρή (Βασίλης Χαραλάμπους)

Τωρά πως έμαθεν λαούτον ο Σπυρής έν άλλη κουβέντα, αφού με ο τζιύρης του ο Παντελής, με ο παππούς του ο Χρύσανθος έξερεν να παίζει. Λλίον ο πιθκιάβλιν έξερεν ο θκειός του ο Πετρής, μα εν τζιαι δοκίμασεν ποττέ του να παίξει ο Σπυρής.

Λαουτάρης ήταν ο γείτονάς του ο Βαρνάβας τζι όποτε επήαιννεν στον σπίτιν του να παίξει τότε που ήταν μιτσής με τον γιον του τον Στέλλιον που ήταν φίλος του, άμαν έλειπεν ο Βαρνάβας που έσσω, άφηννέν τον ο φίλος του ο Στέλιος που έξερεν ότι του άρεσκεν πολλά το λαούτον, να παίξει λλίον με το λαούτον του τζιυρού του. Μουσικήν έν τζι έξερεν να παίζει ο Σπυρής, μα άφηννέν τον ο Στέλλιος να παίζει όπως έθελεν.

Άρεσκεν του πολλά του Σπυρή το λαούτον, μα η πολλή η φτώσεια των γονιών του, έν τζι εσήκωννεν λαούτα. Τζι επειδή η φτώσεια ξέρει να μαειρέφκει τέχνες, εσκέφτην τζι έκαμεν έναν μιτσήν λαούτον που νεροκόλοκον. Έκοψέν του ο αρφός του ο Πολλύκαρπος έναν νεροκόλοκον που την μέσην τζι έβαλλέν του τζιαι τέσσερα ττέλλια που ήβρεν πεταξούμενα. Έπιασεν τζι έναν φτερόν της όρνιθας για πένναν τζι άρκεψεν να παίζει.

Πάντως την μέτραν, τον ρυθμόν που λαλούν τζιείνοι που ξέρουσιν που τούτα τα πράματα, έπιαννέν τον καλά. Ύστερα είπεν τζι ο φίλος του ο Στέλιος του τζιυρού του του Βαρνάβα τζι έμαθέν τον λλία κομμάθκια πάνω στο λαούτον. Λλίον ποτζιεί λλίον ποδά, κάτι έμαθεν τζιαι που δούλεψεν στην πρώτην του δουλειάν μισταρκός στην δούλεψην του Σώζου της Πολυμνούς, εγόρασεν τζι ο Σπυρής λαούτον.

Πάντως το φτίν του έππιανννεν καλά, αφού τζιείνα που άκουεν στους γάμους επήαιννεν έσσω τζι έπαιζεν τα καλά, όπως που να τα θκιάβαζεν σε βιβλίον, τζι ότι του έδειχνεν ο λαουτάρης ο Βαρνάβας έπιαννεν το που την πρώτην.

Έτσι όταν εμεάλωσεν τζι άλλον, επήαιννεν με τον Στασήν τον βκιολάρην τζι εκάμναν γάμους. Σε έναν γάμον λοιπόν που εγίνετουν μακρά στον Οίκον της Μαραθάσας, ένας μιτσής ήρτεν τζι έκατσεν χαμαί δίπλα του τζι έμεινεν τζι εθώρεν με ενδιαφέρον που εσάζαν τα πράματά τους οι βκιολάρηες ώσπου ν’ αρκέψουσιν.

Ο Σπύρης για να μεν πεν τζιαμαί στα πόθκια τους ώσπου ν’ αρκέψουσιν, είπεν του μιτσή, ‘’άτε γιε μου, πήαιννε τζι εσού να παίξεις με τα άλλα τα κοπελλούθκια’’. Ένας άλλος μιτσής λλίον μεαλλύτερος, είπεν του Σπυρή μέσ’ τ’ αφτίν, ότι ‘’έν ορφανόν που μάννα τζιαι που τζιύρην το κοπελλούιν τούτον τζι άφησ’ το να χαρεί τζιαι τούτον λλίον, θκειε λαουτάρη’’.

Τζιαμαί ο Σπυρής αθθυμήθηκεν τα δικά του που ήταν μιτσής τζι έδωκέν του το να παίξει λλίον να πάρει την χαράν του. Τζι ώσπου να πάει ο Σπυρής να πιεί λλίον νερόν τζιαι να’ρτει, ήβρεν το βκιολίν με μιαν χορδήν. Τωρά ίντα που γίνεται; Κάμνει το η καρκιά του να θυμώσει του μιτσή τ΄αρφανού; ‘’Η χαρά που πήρεν τούτον το μιτσήν το ορφανόν, αξίζει εκατόν χορδές’’, εμονολόησεν ο Σπυρής.

Έτσι ο Σπυρής ο λαουτάρης τζιείνην την νύχταν, πάνω στον Οίκον της Μαραθάσας, εσυνόδευκεν τον Στασήν τον βκιολάρην με μιαν χορδήν, αφού για λλόου του η χαρά που πήρεν που τούτον το μιτσήν το ορφανόν, άξιζεν εκατόν χορδές. Ας έν καλά τζι ο Στασής ο βκιολάρης που τζιείνην την νύχταν, έκαμεν το δοξάριν να χορέφκει αντικρυστόν πάνω στο βκιολίν του. Η χαρά που πήρεν που τούτον το μιτσήν το ορφανόν, άξιζεν εκατόν χορδές.

Έτσι και στης καρδιάς το καθάριο (Βασίλης Χαραλάμπους)

Ιστόρημα παλαιόν στης Καλούγκα το βαθυπράσινο στη μακρινή Ρωσσία καταμεσίς στους Σκητιώτικους κήπους της Όπτινα.

σιμά στη γαληνεμένη λίμνη την καλοκαιρινή εκείνη νύχτα που ο στάρετς εκείνος Βαρσανούφιος σιωπηλά στ’ ακρολίμνιο πλησίασε τον γέροντα Γεννάδιο τον ολιγογράμματο για τους αγραμμάτους του κόσμου τούτου που «μοναχά» το ψαλτήρι να διαβάζει είχε μάθει.

Κι ο γέρων εκείνος Γεννάδιος το λιμνίσιο νερό κοιτάζοντας χωρίς την παραπανήσια μακρυλογία αρχίνισε ν’ αργοξηγά πως σε τούτο το γαλήνιο και καθάριο νερό του Θεού τη σοφία βλέπει

και πως καθώς τ’ ολοκάθαρο λιμνίσιο νερό τ’ ουρανού τους αστέρες ανταυγάζει έτσι και στης καρδιάς το καθάριο της Δόξης ο Κύριος

δεν καθρεφτίζεται μονάχα αλλ΄ οίκον δικόν του την κάνει μ’ αποκάρπι ουράνιο την απερίγραπτον εκείνην χαρά και μακαριότητα.

«Και ταύτα αυτού λαλούντος » την καλοκαιρινή εκείνη νύχτα κοντά στη γαληνεμένη λίμνη ο στάρετς Βαρσανούφιος εσιώπα.

ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΣΤΟΡΗΜΑΤΑ (Βασίλης Χαραλάμπους)

Δισταχτικά ξεφυλλίζω ξεχασμένα στορήματα από την ατέρμονη εκείνη της Άγαρ νυχτιά κι ας αντηχεί στις χαράδρες του Πενταδάκτυλου το επιμύθιο από κείνο τον ορυμαγδό.

Με το πρώτο λιόβγαλμα τ΄ αγριομάζωμα των διαπορούντων μοναστών τ΄ Άη Παντελεήμονα.

Σαμάρια, χαλινούς και μάστιγας για τούτη την παραπανήσια αγάπη στον Πανοικτίρμονα Λόγο συρόμενοι στης Μύρτου το λιθόστρωτο και το βλέμμα πεισματικά στη γη να μην έχουν που μ΄αίμα ποτίζανε αλλά μοναχά στον ουρανό.

Μηδέ έπαψε των ασκητών το δοξολόγημα μηδέ τ΄ Αγαρηνού η παραπανήσια μάνητα.

Κι από το βυζαντινομονάστηρο ο ανάργυρος Μεγαλομάρτυς προσκαρτερούσε στις βυζαντινές τοξοστοιχίες παρεμπρός στα αδειανά κελλία ετούτους τους μάρτυρες καλογέρους.

Κι ετούτο το μαρτύριο « άλλω τρόπω » αδιάκοπα κανοναρχούσε το δοξολόγημα.

Το ιστορικό τούτο γεγονός μαρτυρείται από τον Pouqueville στο βιβλίο του « Histore de la Regeneration de la Grece»

Ο ΣΠΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΩΝΗ (Βασίλης Χαραλάμπους)

Τ’ Άη Φίλωνα σήμερα κι ο Φιλωνής, το δεκαπεντάχρονο αγόρι, από την Κώμα του Γιαλού, δεν βγήκε με τον πατέρα του για ψάρεμα, γιατί από νωρίς πήγαν στην εκκλησιά.

Μετά τη Θεία Λειτουργία, βγήκε για περίπατο στην ακρογιαλιά.

Κοίταξε ολοτρίγυρα, κανείς δεν υπήρχε, πήδηξε στη βάρκα τους, την έλυσε κι αρχίνισε να πλέει πλάϊ στ’ ακροθαλάσσι.

Ο Φιλωνής λοιπόν, το μεγαλύτερο αγόρι του Γιώργη του ψαρά, είναι το στήριγμα του πατέρα του στο ψάρεμα.

Σήμερα όμως είναι μεγαλογιορτή. Ο φίλος του, ο Άη Φίλωνας γιορτάζει.

Είναι κι η θάλασσα γαληνεμένη και σιγοτραβάει με τη βάρκα μονάχος; Κάτι φαίνεται να’χει τυλιγμένο στην αμασχάλη του. Κωπηλατεί αργά κάτι σιγοψέλνοντας.

Τα μπράτσα του δυνάμωσαν πολύ στο ψάρεμα.

Δεν απομακρύνεται από τη ακτή. Μάλλον κατά τα βράχια πάει. Κάνει το σταυρό του και συνεχίζει να κωπηλατεί.

Σε λίγο σταματά να κωπηλατεί και προσαράζει προσεκτικά στα βράχια. Δένει βιαστικά τη βάρκα σ’ ένα ακροβράχι και μπαίνει σε μια μικρή βραχοσπηλιά.

Δεν πρέπει να μεσημεριάσει γιατί τον περιμένουν στο σπίτι για το τραπέζι.

Το’χουν συνήθειο στο χωριό εκείνος που γιορτάζει να κάνει μεγάλο τραπέζι και να’χει καλεσμένους τον παπά και τους ψάλτες.

Το’χει μεγάλο καημό να’ναι κι αυτός εκεί, να ψάλλει στο γιορτινό τραπέζι.

Μάζεύει λοιπόν τ’ αγριόχορτα και προχωρεί στο βάθος της σπηλιάς. Βγάζει προσεκτικά μια μικρή εικόνα τ’ Άη Φίλωνα, πού΄χε τυλίξει σε πανί, και την βάζει σε ένα κοίλωμα στο πίσω μέρος της σπηλιάς.

Γονατίζει λοιπόν ο Φιλωνής και παρακαλεί τον Άγιό του, για το φίλο του τον Ανδρέα που είναι παράλυτος,

για τη γιαγιά του που είναι άρρωστη, το θείο του τον Παναγή που είναι στη ξενιτιά και το γείτονά τους που έχει επτά παιδιά και είναι άρρωστος στο κρεββάτι.

Κάνει λοιπόν το σταυρό του, προσκυνά το εικόνισμα του Αγίου κι επιστρέφει με τη βάρκα του στο ψαρόμωλο, στην Κώμα του Γιαλού.

Από τότε, κάθε φορά που βρίσκει λίγο χρόνο ο Φιλωνής κι όταν έχει μπουνάτσα, γλιστρά αθόρυβα με τη βάρκα στ’ ολογάλανο, για τη σπηλιά για να παρακαλέσει τον Άγιο του να γαληνέψει και της καρδιάς του το μπουρίνι.

Και γίνηκε «ο σπήλιος» του Φιλωνή, του χωριού του το γόνυ, που τον Άη Φίλωνα ικέτευε για όλο το χωριό.

Απείθαρχοι επιβάτες στη βιασύνη του κόσμου (Βασίλης Χαραλάμπους)

Ο βαρκάρης βιαζόταν συνεχώς ανεβοκατέβαινε από τη βάρκα του στην κάθε προκυμαία.

Σχεδόν τραβούσε τα καημένα τα γεροντάκια πού΄θελαν να κατεβούν στα Μοναστήρια όπως τον καπετάνιο π΄ αφήνει τους απείθαρχους ναύτες στα ξερονήσια.

Σιωπηλά μ΄ κείνη τη γαλήνη στο πρόσωπό τους απείθαρχοι επιβάτες στου κόσμου την τόση βιασύνη που τόσο το στρατί μακραίνει.